ψυχοσώστης

ψυχοσώστης
ο
θηλ. ψυχοσώστρα αυτός που σώζει τις ψυχές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχοσώστης — ο, ΝΜ, θηλ. ψυχοσώστρα Ν αυτός που σώζει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σώστης / σώστρα (< σώζω), πρβλ. ναυαγο σώστης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσώστρα — η, Ν βλ. ψυχοσώστης …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσώστρα — η βλ. ψυχοσώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”